Η Εναλλακτική Κίνηση Πολιτών Ρεθύμνου διοργάνωσε ανοικτή συζήτηση με θέμα :
«Προβλήματα και προοπτικές της αγροτικής οικονομίας στην Κρήτη», την Τετάρτη 13/6 στο Δημαρχείο Σπηλίου.
Ο πρώτος εισηγητής, ο Δρ. Ευάγγελος Νικολαϊδης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικού Τμήματος Πανεπιστημίου Κρήτης αναφέρθηκε διεξοδικά στην εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η αγροτική οικονομία στην Ελλάδα και στη διαιώνιση των διαρθρωτικών προβλημάτων του αγροτικού τομέα. Στα προβλήματα αυτά, όπως ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, η δυσμενής ηλικιακή σύνθεση, η χρόνια υποεπένδυση, ο χαμηλός βαθμός μεταποίησης, προστέθηκαν νέα διαρθρωτικά προβλήματα όπως η μεγάλη εξάρτηση του αγροτικού εισοδήματος από τις επιδοτήσεις και η αποδυνάμωση των συλλογικών θεσμών(συνεταιρισμοί-αγροτικοί σύλλογοι). Σήμερα ο αγροτικός τομέας συνεισφέρει κατά 5-6% στο ΑΕΠ και 12-13% στην απασχόληση , ενώ παίζει σημαντικό ρόλο και σε πολλούς άλλους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (βιομηχανία τροφίμων-γεωργικών εφοδίων, συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο, οικολογική ισορροπία, κλπ). Παρ’όλα αυτά, η αγροτική πολιτική της χώρας μας έχει ταυτιστεί με την εκταμίευση πόρων από την Ε.Ε. και δεν έχει κανένα αναπτυξιακό προσανατολισμό.
Είναι γνωστό ότι διεθνώς η τάση είναι η μείωση της κρατικής στήριξης του αγροτικού τομέα και η έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό. Η αποσύνδεση μάλιστα των επιδοτήσεων από την παραγωγή που προβλέπει η νέα ΚΑΠ, θα οδηγήσει σε μείωση της αγροτικής παραγωγής και στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Χωρίς να παραγνωρίζεται η αναγκαιότητα και η συμβολή των επιδοτήσεων στη διαμόρφωση του αγροτικού εισοδήματος, ασκείται κριτική στο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν (85% για τη στήριξη του εισοδήματος των αγροτών και μόνο 15% για ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής). Οι επιδοτήσεις χωρίς ανάπτυξη δεν είναι στην πραγματικότητα «φιλοαγροτική» πολιτική, αλλά αναπαράγουν ένα ξεπερασμένο και μη αποδοτικό πρότυπο λειτουργίας της αγροτικής οικονομίας και συντηρούν την εξάρτηση του αγροτικού εισοδήματος από πηγές εκτός της παραγωγικής σφαίρας. Η επαναλαμβανόμενη εξαγγελία στόχων και πολιτικών οι οποίες ποτέ δεν υλοποιούνται, έχουν απαξιώσει πλέον τις έννοιες-κλειδιά για την ανάπτυξη, όπως «αναδιάρθρωση», «ανταγωνιστικότητα», «ποιότητα» κ.α. Το αγροτικό πρόβλημα είναι πολιτικό. Ο δικομματισμός και τα κόμματα εξουσίας απέδειξαν ότι δεν είναι σε θέση να το αντιμετωπίσουν διότι είναι ανίκανα να θίξουν στο παραμικρό τα κακώς κείμενα στον αγροτικό τομέα επειδή δεν αντέχουν το περίφημο «πολιτικό κόστος». Υπάρχουν προτάσεις για ένα εναλλακτικό πρότυπο ανάπτυξης με:
α. εξάντληση των περιθωρίων για άσκηση εθνικής αγροτικής πολιτικής στα πλαίσια της ΚΑΠ, β. ενίσχυση με ανθρώπινο δυναμικό των υπηρεσιών που ασχολούνται με τον αγροτικό τομέα και παροχή επαρκούς τεχνικής στήριξης στους αγρότες, γ. ανάπτυξη διακλαδικών σχέσεων με τη βιομηχανία μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, δ. ενίσχυση του συνεταιριστικού κινήματος και των ομάδων παραγωγών για την παρέμβαση τους σε όλο το κύκλωμα παραγωγής-μεταποίησης–εμπορίας των αγροτικών προϊόντων.
Στη δική του εισήγηση, ο γεωπόνος κ. Μανόλης Μαυρογιάννης παρουσίασε τα αδιέξοδα της νέας ΚΑΠ, η οποία με την αποσύνδεση των επιδοτήσεων από την παραγωγή θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής, σε αδιαφορία των παραγωγών για την ποιότητα των προϊόντων, σε εγκατάλειψη καλλιεργήσιμων εκτάσεων ειδικά στην Κρήτη αφού παραδοσιακές καλλιέργειες(ελιά, αμπέλι) δεν είναι προωθούμενες. Στην κτηνοτροφία, η λάθος «κατά κεφαλήν» επιδοματική πολιτική οδήγησε σε αύξηση του ζωικού κεφαλαίου, σε υπερβόσκηση των ορεινών όγκων και υποβάθμιση των βοσκοτόπων, σε αντιθέσεις ανάμεσα σε κτηνοτρόφους και γεωργούς για τον έλεγχο των βοσκοτόπων, σε αύξηση των ζωοτροφών και του κόστους παραγωγής, σε υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και σε μείωση του εισοδήματος. Έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το συνάλλαγμα που δίνουμε για εισαγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος να πλησιάζει το συνάλλαγμα που δίνουμε για καύσιμα. Επισήμανε επίσης τα προβλήματα σε σχέση με τα κοινοτικά προγράμματα, τις λίγες προκηρύξεις σχεδίων βελτίωσης, τη γραφειοκρατία που απαιτείται για την κατάθεση των φακέλων, το τεράστιο πρόβλημα με τα μητρώα και τα λάθη που υπάρχουν, την έλλειψη κινήτρων για τους νέους αγρότες, τις δυσκολίες για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας-κτηνοτροφίας και την προώθηση της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων.
Στη ουσία, είπε ο κ. Μαυρογιάννης, δεν υπάρχει αγροτική πολιτική και κανείς δεν απαντά στο ερώτημα τι θέλουμε και που πάμε . Σήμερα υπάρχει ασφυκτικός έλεγχος των φυτοφαρμάκων-λιπασμάτων-σπόρων από τα μονοπώλια. Μια άλλη προοπτική για την ελληνική αγροτική οικονομία προϋποθέτει:
α. έμφαση στην ποιότητα των προϊόντων με στροφή στη βιολογική γεωργία-κτηνοτροφία, β. ασφάλεια των τροφίμων χωρίς προώθηση μεταλλαγμένων, γ. ανάπτυξη της υπαίθρου και με νέες πηγές εισοδήματος (πολυλειτουργικότητα-πολυαπασχόληση), δ. έρευνα για την αξιοποίηση των ντόπιων φυλών αιγοπροβάτων, για την παραγωγή σπόρων και ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών, ε. προστασία του περιβάλλοντος από την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων–λιπασμάτων.
«Προβλήματα και προοπτικές της αγροτικής οικονομίας στην Κρήτη», την Τετάρτη 13/6 στο Δημαρχείο Σπηλίου.
Ο πρώτος εισηγητής, ο Δρ. Ευάγγελος Νικολαϊδης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικού Τμήματος Πανεπιστημίου Κρήτης αναφέρθηκε διεξοδικά στην εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η αγροτική οικονομία στην Ελλάδα και στη διαιώνιση των διαρθρωτικών προβλημάτων του αγροτικού τομέα. Στα προβλήματα αυτά, όπως ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, η δυσμενής ηλικιακή σύνθεση, η χρόνια υποεπένδυση, ο χαμηλός βαθμός μεταποίησης, προστέθηκαν νέα διαρθρωτικά προβλήματα όπως η μεγάλη εξάρτηση του αγροτικού εισοδήματος από τις επιδοτήσεις και η αποδυνάμωση των συλλογικών θεσμών(συνεταιρισμοί-αγροτικοί σύλλογοι). Σήμερα ο αγροτικός τομέας συνεισφέρει κατά 5-6% στο ΑΕΠ και 12-13% στην απασχόληση , ενώ παίζει σημαντικό ρόλο και σε πολλούς άλλους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (βιομηχανία τροφίμων-γεωργικών εφοδίων, συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο, οικολογική ισορροπία, κλπ). Παρ’όλα αυτά, η αγροτική πολιτική της χώρας μας έχει ταυτιστεί με την εκταμίευση πόρων από την Ε.Ε. και δεν έχει κανένα αναπτυξιακό προσανατολισμό.
Είναι γνωστό ότι διεθνώς η τάση είναι η μείωση της κρατικής στήριξης του αγροτικού τομέα και η έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό. Η αποσύνδεση μάλιστα των επιδοτήσεων από την παραγωγή που προβλέπει η νέα ΚΑΠ, θα οδηγήσει σε μείωση της αγροτικής παραγωγής και στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Χωρίς να παραγνωρίζεται η αναγκαιότητα και η συμβολή των επιδοτήσεων στη διαμόρφωση του αγροτικού εισοδήματος, ασκείται κριτική στο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν (85% για τη στήριξη του εισοδήματος των αγροτών και μόνο 15% για ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής). Οι επιδοτήσεις χωρίς ανάπτυξη δεν είναι στην πραγματικότητα «φιλοαγροτική» πολιτική, αλλά αναπαράγουν ένα ξεπερασμένο και μη αποδοτικό πρότυπο λειτουργίας της αγροτικής οικονομίας και συντηρούν την εξάρτηση του αγροτικού εισοδήματος από πηγές εκτός της παραγωγικής σφαίρας. Η επαναλαμβανόμενη εξαγγελία στόχων και πολιτικών οι οποίες ποτέ δεν υλοποιούνται, έχουν απαξιώσει πλέον τις έννοιες-κλειδιά για την ανάπτυξη, όπως «αναδιάρθρωση», «ανταγωνιστικότητα», «ποιότητα» κ.α. Το αγροτικό πρόβλημα είναι πολιτικό. Ο δικομματισμός και τα κόμματα εξουσίας απέδειξαν ότι δεν είναι σε θέση να το αντιμετωπίσουν διότι είναι ανίκανα να θίξουν στο παραμικρό τα κακώς κείμενα στον αγροτικό τομέα επειδή δεν αντέχουν το περίφημο «πολιτικό κόστος». Υπάρχουν προτάσεις για ένα εναλλακτικό πρότυπο ανάπτυξης με:
α. εξάντληση των περιθωρίων για άσκηση εθνικής αγροτικής πολιτικής στα πλαίσια της ΚΑΠ, β. ενίσχυση με ανθρώπινο δυναμικό των υπηρεσιών που ασχολούνται με τον αγροτικό τομέα και παροχή επαρκούς τεχνικής στήριξης στους αγρότες, γ. ανάπτυξη διακλαδικών σχέσεων με τη βιομηχανία μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, δ. ενίσχυση του συνεταιριστικού κινήματος και των ομάδων παραγωγών για την παρέμβαση τους σε όλο το κύκλωμα παραγωγής-μεταποίησης–εμπορίας των αγροτικών προϊόντων.
Στη δική του εισήγηση, ο γεωπόνος κ. Μανόλης Μαυρογιάννης παρουσίασε τα αδιέξοδα της νέας ΚΑΠ, η οποία με την αποσύνδεση των επιδοτήσεων από την παραγωγή θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής, σε αδιαφορία των παραγωγών για την ποιότητα των προϊόντων, σε εγκατάλειψη καλλιεργήσιμων εκτάσεων ειδικά στην Κρήτη αφού παραδοσιακές καλλιέργειες(ελιά, αμπέλι) δεν είναι προωθούμενες. Στην κτηνοτροφία, η λάθος «κατά κεφαλήν» επιδοματική πολιτική οδήγησε σε αύξηση του ζωικού κεφαλαίου, σε υπερβόσκηση των ορεινών όγκων και υποβάθμιση των βοσκοτόπων, σε αντιθέσεις ανάμεσα σε κτηνοτρόφους και γεωργούς για τον έλεγχο των βοσκοτόπων, σε αύξηση των ζωοτροφών και του κόστους παραγωγής, σε υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και σε μείωση του εισοδήματος. Έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το συνάλλαγμα που δίνουμε για εισαγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος να πλησιάζει το συνάλλαγμα που δίνουμε για καύσιμα. Επισήμανε επίσης τα προβλήματα σε σχέση με τα κοινοτικά προγράμματα, τις λίγες προκηρύξεις σχεδίων βελτίωσης, τη γραφειοκρατία που απαιτείται για την κατάθεση των φακέλων, το τεράστιο πρόβλημα με τα μητρώα και τα λάθη που υπάρχουν, την έλλειψη κινήτρων για τους νέους αγρότες, τις δυσκολίες για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας-κτηνοτροφίας και την προώθηση της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων.
Στη ουσία, είπε ο κ. Μαυρογιάννης, δεν υπάρχει αγροτική πολιτική και κανείς δεν απαντά στο ερώτημα τι θέλουμε και που πάμε . Σήμερα υπάρχει ασφυκτικός έλεγχος των φυτοφαρμάκων-λιπασμάτων-σπόρων από τα μονοπώλια. Μια άλλη προοπτική για την ελληνική αγροτική οικονομία προϋποθέτει:
α. έμφαση στην ποιότητα των προϊόντων με στροφή στη βιολογική γεωργία-κτηνοτροφία, β. ασφάλεια των τροφίμων χωρίς προώθηση μεταλλαγμένων, γ. ανάπτυξη της υπαίθρου και με νέες πηγές εισοδήματος (πολυλειτουργικότητα-πολυαπασχόληση), δ. έρευνα για την αξιοποίηση των ντόπιων φυλών αιγοπροβάτων, για την παραγωγή σπόρων και ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών, ε. προστασία του περιβάλλοντος από την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων–λιπασμάτων.